- συντηκτικός
- συντηκτικόςable to liquefymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντηκτικός — ή, ό / συντηκτικός, ή, όν, ΝΑ [συντηκτός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προκαλεί σύντηξη, αυτός που επιφέρει σύντηξη 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύντηξη αρχ. 1. διαλυτικός 2. αυτός που υγροποιείται εύκολα 3. (για ασθενή) ο επιρρεπής … Dictionary of Greek
συντηκτικά — συντηκτικός able to liquefy neut nom/voc/acc pl συντηκτικά̱ , συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc/acc dual συντηκτικά̱ , συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικῶν — συντηκτικός able to liquefy fem gen pl συντηκτικός able to liquefy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικόν — συντηκτικός able to liquefy masc acc sg συντηκτικός able to liquefy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικαί — συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικοῖς — συντηκτικός able to liquefy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικοί — συντηκτικός able to liquefy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικούς — συντηκτικός able to liquefy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτική — συντηκτικός able to liquefy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηκτικήν — συντηκτικός able to liquefy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)